Κείμενα χωρίς νόημα: Κεφάλαιο 2ο – Περί έρωτος

Κάτι μ’ έπιασε βραδιάτικο και άρχισα να διαβάζω ποιήματα, ερωτικά. Κι έπεσα πάνω σ’ ένα του Cummings, που σε κάποιο του σημείο λέει «κι είσαι εσύ, ό,τι από πάντα σημαίνει ένα φεγγάρι κι ό,τι ένας ήλιος θα τραγουδάει πάντα, είσαι εσύ».

Πόσο όμορφα λόγια γράφονται και λέγονται και γίνονται πράξεις, με τη μόνη παρακίνηση ενός αισθήματος. Πόσο όμορφα μπορεί να διατυπώσει –ή μάλλον να περιγράψει– κάποιος ένα συναίσθημα τόσο απλό για μερικούς και τόσο πολύ περίπλοκο για άλλους.

Αυτόν τον έρωτα. Που όσοι ψάχνουν, δεν βρίσκουν ποτέ. Και που μένουν μόνο με κείνη την ελλιπή αναζήτηση. Ψάχνουν για μάτια αλλιώτικα και κόσμους διαφορετικούς και ανθρώπους πρόθυμους να χαριστούν ολόκληροι. Να δώσουν ό,τι έχουν και δεν έχουν, να μείνουν άδειοι, μόνο και μόνο για να κάνουν χώρο για μάτια αλλιώτικα και κόσμους διαφορετικούς και άνθρωπο πρόθυμο να χαριστεί ολόκληρος.

Βλέπεις πώς πάει; Σαν κύκλος, σαν επανάληψη. Εσύ δίνεις και δίνεις και δίνεις, μέχρι να μην πάει άλλο. Μέχρι να έχεις δώσει την ύπαρξή σου ολόκληρη, μέχρι να μπάζεις αέρα απ’ τα κενά. Αλλά πριν προλάβεις να γίνεις ένα κούφιο σώμα, να ‘χεις γεμίσει πάλι. Απ’ το αλλιώτικο, το διαφορετικό, το πρόθυμο.

Βέβαια όλα αυτά είναι ανούσια λόγια, γιατί πουθενά δεν έχω γράψει τη λέξη «αμοιβαιότητα». Γιατί τόση ώρα περιγράφω έναν αμοιβαίο έρωτα. Που ζει και στους δυο. Που ζει και για τους δύο. Και που είναι αρκετός για να μην χωρέσει πουθενά η έλλειψη. Έλλειψη πάσης φύσεως. Ανθρώπου, συναισθήματος και ό,τι άλλου συνεπάγεται.

Πριν μέρες, κάπου διάβασα ότι δύο ερωτευμένοι άνθρωποι δε θα είναι πάντα αρκετοί. Και ότι αυτό θα είναι το πιο στενάχωρο μάθημα. Σίγουρα δεν είναι ο έρωτας αυτός που θα κάνει σωστά όλα τα λάθη. Σίγουρα τα ζόρια σου θα είναι εκεί ακόμη. Σίγουρα όμως θα βλέπεις τον κόσμο διαφορετικό, έστω κι αν αυτός δεν έχει αλλάξει σπιθαμή.

Κι αυτή είναι η μαγεία του αλήθεια. Να βλέπεις τα πάντα από μια οπτική που ποτέ δεν είχες σκεφτεί ότι υπάρχει. Πιο όμορφη, πιο αέρινη, πιο ροζ. Να τα νιώθεις όλα πιο μεγαλειώδη, να τα βλέπεις όλα φωτεινότερα. Με κέντρο τους εκείνη την ύπαρξη που σου μοιάζει ήλιος, γιατί φωτίζει κάθε σκοτεινό σημείο.

«…here is the deepest secret nobody knows

(here is the root of the root and the bud of the bud

and the sky of the sky of a tree called life; which grows

higher than soul can hope or mind can hide)

and this is the wonder that’s keeping the stars apart

 

i carry your heart (i carry it in my heart)». –E. E. Cummings

 

Ερωτευμένοι άνθρωποι, μ’ ερωτευμένα λόγια, μ’ ερωτευμένους κόσμους. Μπλεγμένους ο ένας μες τον άλλον, μπερδεμένους μαζί με υποσχέσεις κι ανάσες κι αγάπη. Ερωτευμένοι άνθρωποι με περίσσιο χώρο, με μπαλωμένα κενά. Μπαλωμένα από αγκαλιές τόσο σφιχτές, από κοιτάγματα τόσο δυνατά, από άνθρωπο τόσο δικό τους.

Από άνθρωπο τόσο δικό τους. Τόσο πολύ, τόσο απόλυτα, τόσο μοναδικά, τόσο εγωιστικά  δικό τους.

Και πού καταλήγω πάλι; Ξεκίνησα με κείνη την αναφορά στον Cummings κι έφτασα να μιλάω λες κι είμαι καμιά γκουρού του έρωτα. Μαλακίες. Ξεκίνησα να γράφω χωρίς να θέλω να φτάσω κάπου. Μόνο να κάνω ορατές τις σκέψεις μου. Άντε καλά, έβαλα και λίγη σάλτσα. Εντάξει, πολλή. Εντάξει δε γράφω άλλο, πω!

Κλασσικό

The Big Bang Theory

Εδώ και κάποιους μήνες περνάω τη φάση του να μην ξέρω τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου. Σκέφτομαι πόσο ηλίθιο είναι εκείνο το τρυπάκι, που σε βάζουν να αποφασίσεις τι θες να κάνεις όταν είσαι ακόμη παιδί και πόσο απογοητεύεσαι όταν βλέπεις τελικά ότι η επιλογή σου ήταν ένα μάτσο όνειρα που δεν ήταν καν δικά σου. Που μάλλον, ήταν δικά σου, αλλά πλέον όχι.

Και τι είσαι; Ένας τουρίστας που κάνει διακοπές στην πόλη που πέρασε με τα λεφτά των γονιών του; Ένα εικοσάχρονο με όνειρα και βλέψεις, που επιλέγει να βολεύεται και να συμβιβάζεται και να πείθει τον εαυτό του ότι ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια; Ένας φρεσκοκομμένος ενήλικας μ’ ένα σωρό ταλέντα που δεν έχει ιδέα πώς να τα χρησιμοποιήσει;

Και αλήθεια τι ερώτηση είναι αυτή; «Τι είσαι;». Άνθρωπος, ξέρω ‘γω. Είναι σαν να προσπαθείς να απαντήσεις σε κάποιον που σ’ έχει ρωτήσει για σένα. Σαν εκείνα τα άβολα δευτερόλεπτα που αγκομαχάς να σκεφτείς και το μυαλό σου δε συνεργάζεται, μόνο σου δίνει μια απεριόριστη μαυρίλα, λες και δεν είχες ζήσει λεπτό πριν την ερώτηση.

Τι είμαι, τι είμαι.

Είμαι τα βιβλία που έχω διαβάσει, η μουσική που ακούω, ο τρόπος που έχω διακοσμήσει το σπίτι μου. Είμαι οι σκέψεις μου, οι άνθρωποι που έχω γνωρίσει και η επιρροή που μου ασκούν. Είμαι οι αναμνήσεις μου, τα ιδανικά μου, οι αγαπημένες μου ταινίες, τα τσιγάρα που καπνίζω, τα ρούχα που φοράω, οι συζητήσεις που κάνω, η καθημερινότητά μου.

Είμαι όλα εκείνα που παρατηρώ, αυτό το χαμόγελο όταν μου λένε ότι τα μαλλιά μου είναι όμορφα, αυτό το γέλιο όταν βλέπω πώς είμαι όταν ξυπνάω το πρωί. Είμαι το όνομά μου, οι παραξενιές μου, οι ανασφάλειές μου και το άρωμα που φοράω. Είμαι ο καφές που πίνω, η θάλασσα που λατρεύω, ο αέρας που αναπνέω. Είμαι τα ομορφότερά μου  προτερήματα και τα μεγαλύτερά μου μείων. Είμαι εγώ κι αυτό το «εγώ» δεν ξέρω πώς μπορώ να το οριοθετήσω σε μια –περιορισμένων γραμμάτων– φράση.

Οι επιλογές μου. Ίσως αυτό συνοψίζει κάπως τα παραπάνω. Όμως και πάλι, όχι απόλυτα. Γιατί ο καθένας μας υπάρχει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ανεπανάληπτο. Ποτέ να μην είναι ίδιος με κανέναν. Ποτέ να μην μπορέσει να γίνει. Και αυτό που είναι ο καθένας μας, είναι άδικο να οριστεί με μία μόνο λέξη.

Είμαι της άποψης ότι όσοι έχουν υπάρξει, όσοι υπάρχουν και όσοι θα υπάρχουν σε τούτον το χιλιοταλαιπωρημένο πλανήτη, είχαν, έχουν και θα έχουν κάποιο σκοπό. Είτε να χαρίζουν γέλιο, είτε να προκαλούν θλίψη. Είτε να φωτίζουν τους γύρω τους, είτε να σκοτεινιάζουν κάθε πιθανή γωνιά. Είτε να κάνουν τον κόσμο καλύτερο, είτε χειρότερο.

Δεν υπάρχουν ενδείξεις από την αρχή, δεν μπορείς να ξέρεις τέτοια πράγματα. Γιατί αν κάτσεις να ρωτήσεις τον καθένα ξεχωριστά αν είναι το φως ή το σκοτάδι, ζήτημα αν θα πάρεις μερικές απαντήσεις. Γιατί σχεδόν κανείς δεν ξέρει τι είναι. Γιατί όλοι είμαστε συνδυασμοί. Καλού και κακού, μέρας και νύχτας.

Άρα πού καταλήγουμε; Μάλλον στην αρχή. Σε μένα που δεν ξέρω τι θέλω να κάνω με τις μέρες μου, που δεν μπορώ να κλειδωθώ σε μία λέξη, που με πιάνουν τα υπαρξιακά μου πρωινιάτικα και μιλάω για σκοπούς και πεπρωμένα. Δε θέλω να γίνω κουραστική. Θα πω κάτι τελευταίο, που σκέφτηκα και μου άρεσε, να ταιριάζει με το διανοούμενο ύφος που με βάρεσε σήμερα.

Έχεις μέσα σου το φως των αστεριών και τη μαυρίλα του σύμπαντος. Κανένα από τα δύο δεν μπορεί να μετρηθεί, δεν μπορεί να βγει παραπάνω απ’ το άλλο για να γίνει αυτό που θα σε χαρακτηρίσει. Μόνο στο περίπου. Και το «περίπου» δεν πάει δίπλα από το «άνθρωπος».

Κλασσικό

Κείμενα χωρίς νόημα: Κεφάλαιο 1ο

Καλά λένε ότι όσοι είναι πειραγμένοι, γράφουν. Ότι έμπνευση σου έρχεται συνήθως όταν τα πράγματα στη ζωή σου δεν πηγαίνουν όπως θα ‘θελες. Ότι ο πόνος, οποιουδήποτε επιπέδου, ο εσωτερικός σου, κλωτσάει τα δάχτυλα να πληκτρολογήσουν. Θέλει να εκφραστεί, να γίνει ορατός. Θέλει να γίνει λέξεις και προτάσεις και παράγραφοι και σελίδες ολόκληρες.

Σπάνια γράφεις όταν είσαι χαρούμενος. Η χαρά σε τραβάει έξω απ’ τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου. Κι εκείνη θέλει να γίνει ορατή, με διαφορετικό όμως τρόπο. Κι εκείνη κλωτσάει δάχτυλα κι εκείνη σου δίνει έμπνευση. Όχι αυτή τη θλιμμένη. Δεν πάνε θλίψη και χαρά μαζί. Σου δίνει έμπνευση να κάνεις πράγματα για σένα, για εκείνους που αγαπάς, ίσως για τον κόσμο ολόκληρο. Έξω από τοίχους, μακριά από υπολογιστές και τετράδια σημειώσεων.

Πρώτη φορά κάνω να γράψω τόσο καιρό. Ότι τι; Δε μ’ άφηνε η τόση μου χαρά να ανοίξω ένα νέο έγγραφο στον υπολογιστή μου και να γράψω μερικές προτάσεις; Ότι όλη μου έμπνευση αναλώθηκε σε αγκαλιές και χαμόγελα κι εξόδους πάσης φύσεως; Ότι τίποτα δεν είχα να ξεράσω από μέσα μου πάνω σε μια λευκή σελίδα; Ίσως ναι. Ίσως ήμουν πολύ απασχολημένη με το να αφήνω πίσω μου όλα εκείνα τα κενά. Κενά που μου φαίνονταν πολύ σημαντικά για να τα παρατήσω.

Θα μπορούσα να γράψω για τη βδομάδα μου στην Αμοργό, για τη μίνι μου αυτοεξορία στο εξοχικό μου, για τη μετακόμισή μου, για εκείνο το σαββατοκύριακο στη Χαλκιδική, για το πιο όμορφό μου καλοκαίρι, για τους φίλους και την οικογένειά μου. Θα μπορούσα να εκφράσω τόση πολλή χαρά, τόσες όμορφες εικόνες. Είμαι όμως από κείνους που αυτά που έχουν να γράψουν, τα γράφουν θλιμμένα. Και αυτά που δε γίνονται προτάσεις, έχουν λόγο, γιατί δε χρειάζονται μολύβι για να εκφραστούν. Είναι πάνω μου μονίμως, σε ένα χαμόγελο.

Όχι ότι τώρα που γράφω έχω αφήσει πίσω τη χαρά μου. Εδώ είναι. Άλλη χαρά, καινούρια. Κοιμάται κάτω απ’ το σκαμπό μου και κουνάει τα ποδαράκια της γιατί ξεκάθαρα ονειρεύεται ότι τρέχει σε κοιλάδες, ψάχνοντας κόκκαλα και παντόφλες να μασουλήσει. Ορίστε. Θα μπορούσα να γράψω για τον σκύλο μου. Αλλά αρκέστηκα σε μια μικρή αναφορά.

Θα μπορούσα να γράψω για την αγάπη μου για τα ταξίδια ή για την τρέλα που με πιάνει όταν βλέπω ανεβασμένο καπάκι τουαλέτας. Θα μπορούσα να γράψω για τη μυρωδιά της θάλασσας και του βρεγμένου γκαζόν ή για εκείνον τον πρωινό καφέ τις Κυριακές. Θα μπορούσα να γράψω για τη μουσική που με εκφράζει, για τις ανασφάλειές μου, για τη Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσα να γράψω πολλά. Αλλά δε θα το κάνω, όχι ακόμη.

Έχω ζήσει πολύ καιρό με τη μελαγχολία μου για να την κάνω πέρα τώρα. Την έχω αγαπήσει αυτήν την επιλεκτική μελαγχολία που με πιάνει κάθε που ξεκινάω να γράψω κάτι. Και μου ‘ναι δύσκολο να προσπαθήσω να εκφράσω χαρά μέσα από μελαγχολικά στημένα γράμματα.

Καλά λένε ότι όσοι είναι πειραγμένοι, γράφουν. Ότι η τροφή τους είναι η αυτοκαταστροφή τους. Και ότι το μυαλό τους πρέπει να είναι ένα τρομακτικό μέρος. Μυστηριώδεις άνθρωποι, με ανάκατες σκέψεις και μελαγχολικά χαμόγελα. Μυστηριώδεις άνθρωποι, με όμορφα εκφρασμένα λόγια, με αράδες σημειώσεων σε τετράδια σπιράλ, με έναν ψυχαναγκασμό να μην συμβιβάζονται με τα «θέλω» του κόσμου, με τον ίδιο ψυχαναγκασμό να δημιουργούν κάτι καινούριο κάθε μέρα, να πετυχαίνουν όνειρα ίσως άπιαστα, να είναι απόλυτα δικοί τους σε έναν κόσμο που μαθαίνει να μοιράζεται.

Και σχεδόν πάντα, να μην βγάζουν κανένα απολύτως νόημα. Όπως εγώ τώρα. Όπως εγώ που κάθομαι στον πάγκο της κουζίνας μου και γράφω αυτό το κείμενο, με ένα σωρό στοιβαγμένες σκέψεις, ανίκανη να τις βάλω σε μια σωστή σειρά. Χωρίς να φτάνω σε κάποιο συμπέρασμα. Μόνο μ’ εκείνον τον ψυχαναγκασμό να φτιάξω κάτι απόλυτα δικό μου.

Κλασσικό

Αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο

Πίστη. Στον εαυτό σου, στις αποφάσεις σου, στους ανθρώπους σου, στα όνειρά σου. «Να ‘χεις πίστη» σου λένε. Μα κανείς δε σου λέει πού. «Να ‘χεις πίστη». Μα κανείς δε βρίσκεται να τη συγκεκριμενοποιήσει. Ίσως γιατί η πίστη πάει και γαντζώνεται σ’ εκείνα που αναζητάς περισσότερο. Σ’ εκείνα τα μέρη σου που λείπουν. Και πάντα είναι διαφορετική για όλους.

Πάντα παίρνει τη μορφή των αναγκών σου. Πάντα πάει να ενισχύσει το «λιγότερό» σου. Την αδυναμία σου, την έλλειψή σου. Στριμώχνεται εκεί μέσα για να γίνει «περισσότερο». Κι ίσως φεύγει με τον καιρό. Ίσως μένει για πάντα.

Εμφανίζεται εκεί που την έχεις πραγματικά ανάγκη. Μερικές φορές έρχεται με τη μορφή ανθρώπου. Να σου λέει να μην τα παρατάς. Να σε πείθει να συνεχίζεις κάθε μέρα. Να έχεις υπομονή. Να έχεις επιμονή. Να σε συγχαίρει με κάθε σου επιτυχία, να είναι εκεί με κάθε σου αποτυχία. Αλλά ποτέ να μη σε εγκαταλείπει. Μόνο όταν ξέρει πλέον ότι μπορείς να τα βγάλεις πέρα μόνος σου.

«Έχε πίστη, έχε πίστη». Ο ουρανός σου δε θα ‘χει πάντα συννεφιά. Τα όνειρά σου δε θα μείνουν όνειρα για πάντα. Θα ξυπνήσουν κάποια μέρα. Και θα είναι η πραγματικότητά σου, θα το δεις. Υπομένουν κι επιμένουν. Αυτή είναι η ιδιότητά τους εξάλλου. Να μείνουν μέσα σου μέχρι να πάρουν τη δύναμη από ‘σένα, να σουλατσάρουν γύρω σου.

Κι ίσως γίνουν η ευτυχία σου. Ίσως όχι. Κανείς δε σου έχει έτοιμο συμβόλαιο. Να το υπογράψεις, να ‘χεις τη σιγουριά ότι τα όνειρά σου δε θα καταλήξουν εφιάλτες. Ίσως μερικές φορές τα όνειρα να ‘ναι καλύτερα να μένουν έτσι. Όνειρα. Μόνο μέσα σου, μόνο για σένα. Να μην τα δει κανείς και τα ζηλέψει. Να μην τα μπερδέψει κανείς για δικά του και τα πάρει μακριά σου.

Κι εκεί κάνει η πίστη τη δουλειά της. «Μη φοβάσαι να βγεις εκεί έξω μαζί με τα όνειρά σου. Είσαι ο υπερασπιστής τους. Κανείς δε θα μπορέσει να γίνει καλύτερη πραγματικότητα από σένα». Αυτό να πιστεύεις.

Μπορεί να σου πάρει καιρό. Μήνες, ίσως χρόνια. Όμως αυτές, οι μεγαλύτερές σου επιθυμίες, τα πιο μεγαλειώδη «θέλω» σου, θα ‘ναι εκεί για όσο χώρο και χρόνο τους δώσεις. Μπορεί να σκουριάσουν, μπορεί να θαμπώσουν, αλλά ποτέ δε θα φύγουν. Ακόμη κι αν τα παρατήσεις. Θα ‘ναι εκεί, να σου θυμίζουν αυτά που μπορείς να καταφέρεις.

Κάτι σαν φωνή. Αχνή, εσωτερική. Που με κάθε βήμα δυναμώνει. Γίνεται συναυλία και δεν μπορείς να την αγνοήσεις πλέον. Όχι μέχρι να φτάσεις στο τέλος. Όχι μέχρι να σβήσουν τα φώτα. Μέχρι να ακούσεις χειροκρότημα. Για σένα και την πραγματικότητά σου.

Και μην τολμήσεις ποτέ να σκεφτείς ότι τα όνειρά σου, σου πέφτουν μεγάλα. Ποτέ μην τολμήσεις να αμφισβητήσεις τον εαυτό σου επειδή κάποιος χωρίς πίστη σε έκανε να χάσεις τη δική σου. Είσαι ο υπερασπιστής σου, μην το ξεχνάς. Είσαι το φεγγάρι, είναι μικροσκοπικά αστέρια που μπορεί να τα βλέπεις φωτεινά και όμορφα, αλλά το πιθανότερο να έχουν πεθάνει πολλά έτη φωτός πριν.

«Να ‘χεις πίστη». Στον εαυτό σου, στις αποφάσεις σου, στους ανθρώπους σου, στα όνειρά σου. Να ‘χεις πίστη μονάχα. Κι ό,τι μεγαλειώδες είναι να έρθει, θα έρθει.

Κλασσικό

Heavenly Heaven

Καλοκαίρι. Θάλασσα, ήλιος, γυμνά πόδια βυθισμένα στην άμμο, αλατισμένα μαλλιά, αλατισμένες κλειδώσεις, ξεροψημένοι ώμοι. Καλοκαίρι. Πράσινο, γέλια φίλων στη βεράντα στις 4.00 το ξημέρωμα, μικρά πλακόστρωτα δρομάκια, βιβλία και βιβλία, λουλούδια, πολλά λουλούδια. Μεταμεσονύκτιες συζητήσεις δίπλα στη θάλασσα, φωταγωγημένοι κήποι, ένα μικρό ξύλινο μπαράκι στην παραλία, η μυρωδιά του βρεγμένου γκαζόν και του ανθισμένου γιασεμιού. Καλοκαίρι. Ή μάλλον, καλοκαίρια. Τα δικά μου.

Είναι πολύ δύσκολο να μαζέψω όλες εκείνες τις εικόνες, όλες εκείνες τις αναμνήσεις, σε μερικές προτάσεις. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω με λόγια όλα εκείνα τα καλοκαίρια. Καλοκαίρια που με έβρισκαν πάντα στο ίδιο μέρος. Στο μόνο μέρος που δε θα βαρεθώ ποτέ.

Και τι να πρωτοθυμηθώ, αλήθεια. Τους φίλους, τα παιχνίδια, εκείνον το χαρακτηριστικό ήχο της ξύλινης πόρτας στον κήπο, όλα αυτά τα τιτιβίσματα πουλιών που με ξυπνούσαν κάθε πρωί, τη μυρωδιά του γιαγιαδίστικου φαγητού κάθε που γύριζα απ’ τη θάλασσα, την πρώτη μου βόλτα με ποδήλατο, την πρώτη μου τούμπα με ποδήλατο;

Τις βαρκάδες με τον παππού μου, τα κάτασπρα γεφυράκια με τα νησιώτικα ονόματα, τα ηλιοβασιλέματα σ’ ένα παγκάκι δίπλα στο κανάλι, τις ανατολές σε μια ξαπλώστρα εκεί που σκάει το κύμα;

Τους ανθρώπους που γνώρισα, εκείνους που έχασα άδικα, εκείνους που κράτησα. Όλους εκείνους του ανθρώπους και όλες εκείνες τις αναμνήσεις που συνδέονται μ’ αυτό το μέρος. Που τόσο περήφανα αποκαλώ «παράδεισο».

Ο παράδεισος λοιπόν, ο παράδεισος του καθένα μας, είναι αυτός που πάντα θα είναι εκεί για μας. Να μας ηρεμίσει, να μας βάλει σε μια τάξη, να μας αποστασιοποιήσει ίσως από τα προβλήματά μας. Κάτι σαν αγκαλιά είναι αυτός ο παράδεισος. Κάποιοι τον βρίσκουν σε ανθρώπους, κάποιοι τον βρίσκουν σε μέρη. Εγώ είχα την τύχη να τον βρω εδώ. Εδώ που γράφω αυτό το κείμενο. Κι ίσως κάποια στιγμή να είμαι αρκετά τυχερή για να τον βρω και σε άνθρωπο.

Ο κάθε παράδεισος έχει την ιδιότητα να είναι πανέμορφος κάθε εποχή. Ακόμη και το χειμώνα, που τα δέντρα είναι γυμνά από φύλλα, που η θάλασσα είναι συννεφιασμένη και κάνει παρέα στον ουρανό, που δεν ακούγεται κανένας άλλος ήχος εκτός απ’ αυτόν των βημάτων σου που σουλατσάρεις σ’ εκείνα τα πλακόστρωτα δρομάκια τυλιγμένος μ’ ένα κασκόλ.

Κι αυτή είναι η ομορφιά του. Που σε μαγεύει ακόμη και την πιο σκληρή εποχή. Ακόμη κι όταν βρέχει και φυσάει και κάθεσαι κουκουλωμένος με μια κουβέρτα μπροστά στο τζάκι. Με την παρέα φίλων, με τα ασταμάτητα γέλια και τη μουσική μιας κιθάρας. Και σε κάτι τέτοιες στιγμές, έχεις όλα όσα θέλεις. Έχεις τον παράδεισό σου κι εκείνους που επέλεξες να βάλεις μέσα.

Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία απ’ αυτή. Να ξέρεις ότι υπάρχει κάπου ένας παράδεισος και για σένα. Και που θα είναι εκεί και θα σε περιμένει να γυρίσεις. Έτσι ίδιος. Έτσι πανέμορφος. Έτσι όπως τον άφησες. Σε κάθε εποχή. Αλλά κυρίως τα καλοκαίρια.

Μ’ εκείνη τη μυρωδιά του γιασεμιού, μ’ εκείνους τους φωταγωγημένους κήπους, μ’ εκείνη την αλμύρα, μ’ εκείνη τη ζωή που σου δίνει. Που σε κάνει να θες να μείνεις για πάντα. Να εύχεσαι να είναι πάντα καλοκαίρι στον παράδεισό σου. Κι όταν φεύγεις, να αφήνεις κι ένα κομμάτι από σένα. Για να το βρεις πάλι όταν γυρίσεις.

Δεν ξέρω αν όλες αυτές οι προτάσεις μπορούν να περιγράψουν έναν παράδεισο κοινό για όλους. Δεν ξέρω αν ο καθένας θα έβρισκε την ίδια ομορφιά σ’ αυτά που βρίσκω εγώ. Ξέρω όμως ότι για μένα δεν υπάρχει πιο όμορφος παράδεισος. Ξέρω ότι ο δικός μου παράδεισος, είναι ο πιο παραδεισένιος.

Κλασσικό

Ο ουρανός που ξέρεις, είναι τα μάτια που θυμάσαι

Ακόμη μια ζεστή μέρα. Ηλιόλουστη μέρα. Περιμένω στο δρόμο μήπως περάσει κάποιο ταξί. Βλέπω ένα από μακριά, κάνω νόημα να σταματήσει και μπαίνω μέσα. Μακριά είναι το σπίτι, σκέφτομαι, θα χαζέψω έξω από το παράθυρο μέχρι να φτάσω. Το βλέμμα μου πέφτει σε ένα κομμάτι ουρανού που φαίνεται μέσα από τις πολυκατοικίες. Έχει λίγα σύννεφα αλλά είναι καταγάλανος. Τον ξέρω αυτόν τον ουρανό, λέω από μέσα μου. Τον έχω ξαναδεί.

Τον έχω ξαναδεί πολλές φορές. Συννεφιασμένο αλλά όμορφο. Μέσα σε μάτια τον έχω χαζέψει. Συννεφιασμένα, όμορφα μάτια. Όχι γαλανά. Ελάχιστη σημασία έχει το χρώμα όταν μέσα τους βλέπεις εκείνα π’ ονειρεύεσαι.

Προσπαθώ να τον χαζέψω λίγο παραπάνω πριν το ταξί προχωρήσει εκεί που δε θα τον βλέπω πλέον. Προσπαθώ να τον παρατηρήσω λίγο περισσότερο. Να τον προλάβω έτσι όπως τον ξέρω, πριν χαθεί. Να πειστώ ότι τα μάτια που θυμάμαι έκρυβαν τον ίδιο, πριν χαθούν.

Ναι, εκείνος είναι. Το ήξερα ότι θα ήταν εκείνος. Πάντα είναι εκείνος. Αυτός ο ίδιος, ο συννεφιασμένος, ο παράξενα όμορφος ουρανός. Ο ίδιος με εκείνα τα μάτια. Τα κάποτε δικά μου.

Τα κάποτε δικά μου μάτια. Που έβλεπαν μόνο εμένα. Που χάζευαν μόνο εμένα. Που μόλις άνοιγαν, κοιτούσαν τα δικά μου. Που μπορεί κι εκείνα τώρα να βλέπουν ουρανό για να έχουν να θυμούνται. Που μπορεί κι εκείνα τώρα να βλέπουν άλλα μάτια για να έχουν να ξεχνάνε.

Το ταξί προχωράει, δε βλέπω άλλον ουρανό πλέον. Μόνο στενάχωρες γκρίζες πολυκατοικίες. Μόνο ανέκφραστα γκρίζα πρόσωπα. Με τα βλέμματα στραμμένα κάτω. Να μην μπορούν να παρατηρήσουν ούτε μάτια, ούτε ουρανούς. Να μη σηκώνουν το κεφάλι να κοιτάξουν λίγο πάνω, να θυμηθούν κι εκείνοι όσα εγώ αναπολώ.

Βλέπω ανθρώπους να τρέχουν να προλάβουν. Τις ζωές τους, τις υποχρεώσεις τους; Δεν ξέρω. Βλέπω αυτή τη μόνιμη τρεχάλα. Να τρέξουν να ξεχάσουν, να τρέξουν να ξεφύγουν. Θέλουν να ξεφύγουν οι άνθρωποι. Θέλουν να αλλάξουν.

Δε θέλουν να κοιτάνε ίδιους ουρανούς. Δε θέλουν να θυμούνται ίδια μάτια. Δε θέλουν να περνάνε οι ζωές τους μέσα σ’ ένα ίδιο κοίταγμα. Θέλουν ηλιοβασιλέματα κι ανατολές διαφορετικές απ’ αυτές που έχουν συνηθίσει. Να κοιτάνε χαμόγελα, να ζητούν αγκαλιές. Να μην έχουν ανάγκη από μάτια για να νιώσουν. Μόνο συναίσθημα να βλέπουν.

Κι εγώ που τόση ώρα ψάχνω για γαλάζιο, πέφτω όλο σε γκρι. Σε άσχημο, σε παρελθόν. Βρίσκω τοίχους μονάχα. Κι αυτό το λίγο μπλε που χάζευα, έχει κρυφτεί πίσω από μια καταραμένη συννεφιά.

Πέρασε ο ουρανός μου. Πέρασε τη χειρότερη στιγμή. Χάθηκε το χρώμα, ξεθώριασε, έγινε κι αυτός ένα με την πόλη. Και τι θα έχω να χαζεύω τώρα; Σταγόνες και σταγόνες σε παράθυρα αυτοκινήτων; Σταγόνες και σταγόνες σε καθρεπτισμένα μάτια; Σε μάτια θολά; Βουρκωμένα;

Δε μ’ αρέσει που σκοτείνιασε ο ουρανός μου. Δεν τον ξέρω πλέον αυτόν. Δεν έμαθα να αγαπώ αυτόν. Δε θέλησα ποτέ να αγαπώ αυτόν! Αυτός είναι ξένος πλέον. Αυτός είναι στενάχωρος, κλαίει μονάχα. Και δε λέει ν’ αλλάξει. Μένει μέρες έτσι. Κι όσο το ταξίμετρο αυξάνει, αυξάνει και η στεναχώρια του. Όλο γίνεται πιο σκούρος, όλο κλαίει παραπάνω.

Και τα κάνει όλα θολά, όλα ξεχασμένα. Δε βλέπω μάτια πλέον. Μόνο κάτι απροσδιόριστες φιγούρες. Μένω να θυμάμαι ότι κάποτε έβλεπα μόνο ήλιο. Μένω να θυμάμαι ότι κάποτε έβλεπα γαλάζιο. Ουρανό. Τον πιο σημαντικό μου.

Το ταξί σταματάει. Πληρώνω εκείνον τον ανέκφραστο μελαγχολικό άνθρωπο και πάω να χωθώ κάτω από σταγόνες και σταγόνες. Σταγόνες που ‘χουν μάτια γκρι. Που με κοιτούν μέσα από καθρέφτες και δε λένε να γλυκάνουν λίγο. Δε λένε να πάψουν μια στιγμή, να σταματήσουν εκείνη την άχρωμη μπόρα. Μόνο με κοιτούν.

Μου φωνάζουν μες το γκρίζο τους να σκέφτομαι γαλάζιους ουρανούς και καθαρά τοπία. Να κοιτάζω πάνω και να βλέπω ό,τι ξέρω. Ό,τι θυμάμαι. Το γαλάζιο μου. Το πιο σημαντικό μου.

 

 

Κλασσικό

Οι γονείς μου πενηντάρισαν

18 Φλεβάρη σήμερα και γιορτάζουμε. Τι γιορτάζουμε; Τα γενέθλια των γονιών μου! Γιορτάζουμε τα γενέθλια της μαμάς μου και του μπαμπά μου που έκλεισαν σήμερα μισό αιώνα. Δηλαδή εγώ γιορτάζω, εσείς κάντε ό,τι θέλετε.

Δε θα αναλωθώ στις καθιερωμένες κλισεδιές, ούτε θα είμαι πολυλογού και βαρετή. Θα ευχηθώ μόνο και μετά θα αποχωρήσω. Θα ευχηθώ στους γονείς μου χρόνια υπέροχα, χρόνια ευτυχισμένα. Χρόνια μόνο με χαμόγελα και σφιχτές αγκαλιές. Θα ευχηθώ να μη χάσουν ποτέ τη μαγεία τους, να συνεχίσουν να σκορπίζουν το φως τους στις ζωές μας. Να έχουν άλλο μισό αιώνα μπροστά τους και ακόμη περισσότερο, γιατί γονείς είναι αυτοί, ό,τι θέλουν κάνουν.

Ίσως να ευχαριστήσω και λίγο. Θα τους ευχαριστήσω λοιπόν που τόσα χρόνια με ανέχονται, που με αγαπούν απεριόριστα, που με προσέχουν και που με θεωρούν το πιο σπάνιο πλάσμα στον κόσμο, ακόμη κι όταν δεν το αξίζω. Θα τους ευχαριστήσω που μου ‘χουν αφιερώσει τη ζωή τους. Θα τους ευχαριστήσω που με πείθουν κάθε μέρα να προχωράω μπροστά.

Θα είμαι ευγνώμων γι’ αυτούς γιατί με έκαναν αυτό που είμαι. Γιατί μου έδωσαν τόση πολλή αγάπη που πλέον μπορώ να τη μοιράσω και να μείνει κάτι και για μένα. Γιατί σε κάθε επιτυχία μου ήταν εκεί και οι δύο να χαρούν μαζί μου και σε κάθε αποτυχία μου ήταν πάλι εκεί για να με εμψυχώσουν. Γιατί ποτέ δεν τα παράτησαν. Γιατί ποτέ δεν σταμάτησαν να πιστεύουν ότι αξίζω τον κόσμο ολόκληρο.

Αλλά κυρίως θα είμαι ευγνώμων γι’ αυτούς, γιατί αν κι έμαθα στην παρουσία και των δυο, έβλεπα μόνο τον ένα. Και που εκείνος ο ένας κατάφερε να αναπληρώσει ένα κενό τεράστιο. Ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα ευγνώμων που ποτέ δεν αντιλήφθηκα το «λείπω» του ενός, που η αφοσίωση ήταν τόση, ίση να καλύψει όλα τα «λείπω» του κόσμου. Που η τόση και τέτοια παρουσία μηδένιζε εντελώς την απουσία. Και που κι οι δυο γονείς μου είναι τελικά ένα πρόσωπο.

Χρόνια πολλά μαμά. Είσαι ό,τι καλύτερο, ό,τι δυνατότερο και ό,τι ομορφότερο έχω στη ζωή μου.

*Από εδώ ως το φεγγάρι και πάλι πίσω.

Κλασσικό

Τα χειρότερα είμαστε εμείς

Θυμάσαι εκείνες τις μέρες που ζούσες ανέμελος, χωρίς έγνοιες και προβλήματα; Που έτρεχες με ανοιχτά χέρια και φώναζες και πανηγύριζες για την παιδική σου αφέλεια; Που πίστευες σε μαγικά βασίλεια με μονόκερους και ξωτικά; Ναι πρέπει να ήσουν γύρω στα τέσσερα τότε. Δεν πρέπει να θυμάσαι και πολλά. Στην καλύτερη να καταφέρεις να ανακαλέσεις στη μνήμη σου διασκορπισμένες έντονες αναμνήσεις.

Μεγαλώνουμε και ξεχνάμε. Αντικαθιστούμε προτεραιότητες, συναισθήματα, ιδανικά. Αφήνουμε τα αφελή πίσω μας, μαζί με τους τετράχρονους εαυτούς μας και κυνηγάμε εκείνα τα δύσκολα, τα δυσνόητα. Αυτά που μας προβληματίζουν. Αυτά που έρχονται με τους ενθουσιασμούς και φεύγουν με τις απογοητεύσεις.

Μεγαλώνουμε και κάνουμε λάθη. Πολλά λάθη. Και πληγώνουμε ανθρώπους. Που αν είμαστε τυχεροί, αυτοί οι άνθρωποι θα προτιμήσουν να μην ανταποδώσουν τις πληγές που τους ανοίξαμε. Αλλά η τύχη είναι με τους τολμηρούς, λένε. Και εμείς έχουμε μάθει να είμαστε επαναστάτες του καναπέ.

Μεγαλώνουμε και απογοητευόμαστε. Από τους άλλους, από τους εαυτούς μας. Κυρίως απ’ αυτούς. Απ’ αυτούς που δεν έχουν μάθει να χάνουν. Τόσα χρόνια μόνο κέρδιζαν. Κέρδιζαν σε συναίσθημα, κέρδιζαν σε αξία, κέρδιζαν σε ψυχή. Και τώρα; Σε τι κερδίζουν; Μπορεί να θεωρηθεί η ήττα νίκη;

Μεγαλώνουμε και περιοριζόμαστε. Άλλοτε σε τέσσερις τοίχους, άλλοτε μέσα μας. Κλεινόμαστε όλο και περισσότερο σ’ αυτό το μέσα μας. Δεν αφήνουμε κανέναν να περάσει. Δε δεχόμαστε κανενός είδους επίσκεψη. Κι αν καμιά φορά ανοιχτούμε λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο, νιώθουμε εκτεθειμένοι και ευάλωτοι και τρέχουμε να κρυφτούμε πάλι, να κρύψουμε τα μαργαριτάρια μας και να κλειδωθούμε στο γυαλιστερό μας όστρακο.

Δείχνουμε δυνατοί, μας αρέσει να εξαπατούμε έτσι τους άλλους. Μέχρι να μας βρει αυτός ο ένας. Εκείνος που θα καταλάβει την μπλόφα μας. Και αντί να μας θυμώσει θα μας αγκαλιάσει. Θα μας σφίξει μέχρι να ακουστεί αυτό το κρακ. Και μετά θα φύγει, από δική μας παρακίνηση. Θα μας αφήσει ραγισμένους και εύθραυστους, να παρηγορούμε τους δόλιους τους εαυτούς μας και να τους λέμε ότι υπάρχουν και χειρότερα.

Θα κλαίμε για ένα χαμό που εμείς προκαλέσαμε. Λοιπόν μαντέψτε. Ναι υπάρχουν χειρότερα. Είναι παντού γύρω μας, τα κοιτάμε αλλά δεν τα βλέπουμε. Εθελοτυφλούμε, προτιμάμε να εστιάζουμε στα δικά μας «χειρότερα» και δεν καταλαβαίνουμε οι χαζοί ότι η αδιαφορία είναι η χειρότερη παραπλάνηση.

Ναι, υπάρχουν χειρότερα, τα οποία τα γνωρίζουμε, μπορεί και να τα έχουμε βιώσει, αλλά επιλέγουμε να τα αγνοήσουμε γιατί μας είναι πολύ οδυνηρό να τα αντιμετωπίσουμε μόνοι μας. Φοβόμαστε να πάμε σε αυτήν τη σκοτεινή μεριά χωρίς κάποιον να μας κρατάει το χέρι και να μας θυμίζει σε κάθε βήμα ότι τα καλύτερα έρχονται.

Φοβόμαστε γιατί ξέρουμε ότι δύσκολα θα βρούμε κάποιον που θα δεχτεί να του διοχετεύσουμε το σκοτάδι μας. Είμαστε αυτοί που το βαφτίζουμε φως και ελπίζουμε να κάνουν και οι άλλοι το ίδιο. Να μας βοηθήσουν να κοροϊδέψουμε ο ένας τον άλλον. Αλλά όχι. Ξέρουμε ότι ακόμη και η σκιά μας, μας εγκαταλείπει όταν το φως σβήσει. Στα χειρότερά μας είμαστε μόνοι μας. Είτε από επιλογή, είτε όχι.

Την αυτοκαταστροφή μας σέρνουμε μαζί. Την κουβαλάμε σε κάθε ενδεχόμενο στραβοπάτημα, σε κάθε ενδεχόμενο σφάλμα. Κουβαλάμε αυτή γιατί δεν έχουμε ποιον άλλον να σύρουμε στη μαυρίλα μας. Και όταν αποφασίσουμε να την κάνουμε κολλητή μας, χάνουμε τη μαγεία, χάνουμε τις αναμνήσεις, χάνουμε τα τότε αισθήματα.

Να λοιπόν τα σφάλματα. Να τα στραβοπατήματα. Η ζωή μας είναι γεμάτη από τέτοια. Μπορεί να μεγαλώνουμε και να ξεχνάμε, να απογοητευόμαστε, να κάνουμε λάθη, να περιοριζόμαστε. Όμως μαζί μ’ αυτά, μεγαλώνουμε και μαθαίνουμε. Μαθαίνουμε από τα λάθη μας, από τις απογοητεύσεις μας, από τους περιορισμούς που βάλαμε στους εαυτούς μας, από αυτά που δεν έπρεπε να ξεχάσουμε.

Μπορεί να μη βρούμε ποτέ ξανά τη μαγεία που χάσαμε. Μπορούμε όμως πάντα να τη φτιάξουμε από την αρχή. Να τη δώσουμε στα χειρότερά μας κι εκείνη να μας φέρει πίσω τα καλύτερα. Να μας τα χαρίσει. Έτσι απλά, επειδή πιστέψαμε σ’ αυτήν.

Κλασσικό

Η ζωή μας, ένα παραμύθι

«Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει». Έτσι ξεκινούσαν τα παραμύθια που άκουγα επανειλημμένα στο κασετόφωνο όταν ήμουν μικρή. Με το που άκουγα τη φράση αυτή, στρογγυλοκαθόμουν στο χαλί και άκουγα προσεκτικά τις ιστορίες. Έφτιαχνα τις εικόνες στο μυαλό μου, πήγαινα εκεί, έμπαινα και εγώ μέσα, γινόμουν μέρος τους.

Μεγαλώνοντας, πάντα είχα στο μυαλό μου ότι είμαι μέρος μιας ιστορίας. Της δικής μου. Αυτής της ιστορίας που έχει πρωταγωνίστρια εμένα. Και που εκτυλίσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μου. Πάντα με ακολουθεί, πάντα περιστρέφεται γύρω από την καθημερινότητά μου. Στοιχεία της είναι τα μικρά πράγματα που αποτελούν τη μέρα μου, η ροή της προχωράει μαζί με εμένα και τους ανθρώπους που έχω γύρω μου.

Γιατί τι είναι η ζωή μας; Μια ιστορία είναι. Μια ιστορία για τον καθένα ξεχωριστά, με διαφορετικούς ηθοποιούς κάθε φορά. Διαφορετικά σκηνικά, διαφορετικά κοστούμια, διαφορετική μουσική, διαλόγους. Το σενάριο της ζωής μας είναι και το παραμύθι μας. Γραμμένο σε εκείνο το βιβλίο με τα μετρημένα κεφάλαια, όσα και τα χρόνια της ζωής μας, χωρισμένα σε 365 σελίδες το καθένα.

Η ποιότητα του βιβλίου μας εξαρτάται από εμάς και από την ιστορία μας. Αν επιλέξουμε να τη φορτώσουμε με επαναληπτικές παραγράφους και λόγια χιλιοειπωμένα, τότε το αποτέλεσμα θα είναι ένα βιβλίο φτηνιάρικο, με αδιάφορο τίτλο και εμφάνιση. Κανείς δε θα θέλει να μας διαβάσει. Θα καταλήξουμε ξεχασμένοι σε μια σκοτεινή γωνιά βιβλιοπωλείου, χωμένοι σε μια στοίβα από εκατοντάδες σκονισμένα όμοια αδιάφορα βιβλία.

Αν όμως βάλουμε στην ιστορία μας χρώμα και ουσία, αν την εμπλουτίσουμε με συναισθήματα και ανθρώπους ζωντανούς, με λόγια που ‘χουν νόημα, λόγια δυνατά και συγκεκριμένα τότε το βιβλίο μας δε θα ‘ναι πλέον απ’ αυτά που δίνουν δώρο στις εφημερίδες. Θα έχει σκληρό εξώφυλλο και σελίδες μεγάλες και χοντρές. Θα ‘ναι όμορφα γραμμένο, με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα, αυτά με τους κύκλους και τις μαγκουρίτσες.

Δε θα μένουμε πλέον καταχωνιασμένοι στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου. Θα καμαρώνουμε στη βιτρίνα του. Θα ‘ναι πολλοί αυτοί που θα θέλουν να μας διαβάσουν. Να ταυτιστούν με την ιστορία μας. Να δουν κομμάτια από τη δική τους στο βιβλίο μας. Θα ‘ναι όμως και πολλοί αυτοί που θα θαμπώνονται από το εξώφυλλο, θα μας πλησιάζουν, θα ξεκλέβουν δυο τρεις παραγράφους από το εσωτερικό μας, αλλά ποτέ δε θα μας τελειώνουν. Θα είμαστε γι’ αυτούς το βιβλίο που πάντα ανοίγουν αλλά ποτέ δε διαβάζουν.

Θα είμαστε εκείνο το βιβλίο που βαρέθηκαν να συνεχίσουν και το άφησαν στη μέση. Που πήραν μόνο μια γεύση από την ιστορία μας ίσα-ίσα για να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι είμαστε πολύ αναμενόμενοι. Πολύ συμβατικοί για τα γούστα τους.
Και θα ψάξουν για άλλες ιστορίες, με περισσότερους δράκους και ξωτικά από τη δική μας. Θα μας συγκρίνουν, θα μας κατακρίνουν και θα μας βάλουν πίσω στη βιβλιοθήκη να σκονιζόμαστε μέχρι να μας ανακαλύψει κάποιος και να μας διαβάσει μέχρι τέλους.

Έναν τέτοιο περιμένουμε, κάποιον που η ιστορία του να έρθει και να αγκαλιάσει τη δικιά μας, να την πιάσει από το χέρι και να τη συνεχίσει από το σημείο που την αφήσαμε εμείς. Από εκεί που απογοητευμένοι σταματήσαμε να γράφουμε επειδή κάποιος δεν εκτίμησε τη δύναμη του παραμυθιού μας. Εκείνος ο πλεονέκτης ο κυνηγός παραμυθιών, που μπαίνει μέσα σε βιβλιοπωλεία και κόβει όποια σελίδα του αρέσει. Αφαιρεί από το βιβλίο μας κεφάλαια και τα προσθέτει στο δικό του με το έτσι θέλω.

Τέτοιοι είναι οι κυνηγοί παραμυθιών. Κλέβουν τις ιστορίες μας, τις στιγμές μας, το χρόνο μας και δημιουργούν τα δικά τους βιβλία, με κεφάλαια δικά μας. Κεφάλαια που μας λείπουν, που χρειαζόμαστε για τη συνοχή της δικής μας ιστορίας, κεφάλαια που ξέρουμε ότι δε θα πάρουμε πίσω.

Κρίμα που μας λείπουν αυτά τα κεφάλαια. Κρίμα που οι σελίδες εκείνες ήταν οι αγαπημένες μας. Αυτές με τις φωτογραφίες και τα σκίτσα. Δεν πειράζει όμως. Μας έχουν μείνει τα τραγούδια. Εκείνα που παίζουν χαμηλόφωνα στο βάθος κάθε χαμένης μας σελίδας, κάθε μας ανάμνησης.

Μέρα με τη μέρα γράφουμε και από μια σελίδα, προσθέτουμε κεφάλαια στο βιβλίο μας. Καλά ή κακά συμβάντα δημιουργούν σιγά-σιγά τη ροή, τα πρόσωπα εναλλάσσονται, οι μουσικές αλλάζουν, τα σκηνικά διαμορφώνονται ανάλογα με τα συναισθήματά μας.

Μπορούμε πάντα να ξεκινήσουμε από την αρχή. Μπορούμε να πετάξουμε το βιβλίο μας, να το κάψουμε, να το κάνουμε στάχτη. Αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε όμως, είναι να το ξεχάσουμε. Όσο βαθιά και να το θάψουμε, όσο μακριά κι αν διασκορπίσουμε τη στάχτη του, το αρχικό παραμύθι θα είναι εκεί, μέσα μας. Να μας θυμίζει τι αφήσαμε πίσω και προς τα πού οδεύουμε. Να μας επισημάνει ότι πολύ εύκολα το παραμύθι μπορεί να γίνει εφιάλτης.

Αλλά κυρίως να μας δίνει ώθηση να προχωράμε σε καινούριες ιστορίες, σε καινούρια παραμύθια. Με σελίδες γεμάτες καλλιγραφικά γράμματα, με κύκλους και μαγκουρίτσες.

Κλασσικό

Είδες; Τα καταφέρνεις μια χαρά

Έχει ξημερώσει. Ο ήλιος μπαίνει λίγος-λίγος μέσα στο δωμάτιο. Γλιστράει μέσα από τις γρίλιες, φωτίζει κάθε σκοτεινή γωνιά. Ξυπνάς από το φως. Άλλη μια μέρα, λες. Άλλη μια μέρα που είσαι ζωντανός.

Ο καφές σου είναι ακουμπισμένος στο τραπέζι κι εσύ απολαμβάνεις την ησυχία της μοναξιάς σου. Κανένα ίχνος άλλου ανθρώπου δεν υπάρχει στο σπίτι. Έχεις κάνει τις επιλογές σου, δε θες να σου περιορίζουν το χώρο.

Πώς θα άντεχες να ξεβολεύεσαι από το κρεβάτι σου μόνο και μόνο για να βολευτεί ο «ξένος»; Πώς θα συνήθιζες το αναμμένο φωτάκι τη νύχτα, αυτό που ο «ξένος» αποκαλεί «φωτάκι ασφάλειας» και που δεν μπορεί να κοιμηθεί αν είναι σβηστό; Πώς θα συμφιλιωνόσουν με την εικόνα μιας δεύτερης οδοντόβουρτσας στο μπάνιο σου;

Όχι, όχι. Δεν είναι για σένα αυτά. Έχεις μάθει να μεγαλώνεις μόνος. Οι μέρες σου περνούν χωρίς φασαρίες και τσακωμούς. Δεν έχεις ανάγκη κανέναν. Μόνο τον εαυτό σου. Μόνο εκείνον ανέχεσαι. Δεν κάνεις χώρο στη ζωή σου για κανέναν «ξένο». Δε σου αρέσουν οι «ξένοι». Τους απεχθάνεσαι. Μπαίνουν σε ζωές και τις κάνουν άνω κάτω. Έχουν άπειρες παραξενιές. Πολλές απ’ αυτές δεν τις καταλαβαίνεις καν.

Γιατί κάποιος να μην αντέχει τα αναμμένα φώτα οροφής; Ή τα ανοιχτά καπάκια στην τουαλέτα; Ή να τσαντίζεται αν του πειράζεις τα μαλλιά; Είναι τέλειο να σου πειράζουν τα μαλλιά. Βασικά θα ‘θελες έναν «ξένο» μόνο και μόνο για να σου πειράζει τα μαλλιά.

Δεν τους καταλαβαίνεις τους «ξένους». Ούτε θέλεις, ούτε μπορείς. Πότε προσπάθησες για να το κάνεις τώρα; Ας’ το καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς σου αρέσει που είσαι μόνος. Έστω κι αν πειράζεις μόνος σου τα μαλλιά σου. Έστω κι αν οι κουβέντες σου απαντώνται με ένα νιαούρισμα. Α ναι, έχεις και γάτο, τον Χάρη. Ωραίο όνομα για γάτο.

Όμως για πόσο ακόμη θα ζεις έτσι; Πρέπει να βγεις έξω. Να πλημμυριστεί το μυαλό σου από τις φωνές των «ξένων» που τόσο μισείς. Πρέπει να το πάρεις απόφαση. Πρέπει να βγεις, να περιπλανηθείς σε δρόμους και στενάκια. Πρέπει να μυρίσεις, να γευτείς, να αισθανθείς. Πρέπει να αισθανθείς επιτέλους!

Λες ότι ζεις, όμως ζωή απομονωμένη χωρίς εκρήξεις, χρώματα, μουσικές, περιορισμένη και τιμωρημένη σε τέσσερις τοίχους, δεν είναι ζωή. Πώς θα μπορούσε να είναι; Της λείπουν τα βασικά της ζωής σου. Δεν την λυπάσαι; Αναρωτιέμαι.

Άπαξ και κάνεις το μεγάλο σου βήμα, άπαξ και περάσεις το κατώφλι της μέχρι τώρα άοσμης και άχρωμης ρουτίνας σου, θα δεις ότι υπάρχουν πολλά για τα οποία οι «ξένοι» θα σκότωναν να ζήσουν. Πράγματα απλά, κατανοητά για εκείνους, όχι όμως για σένα που είσαι ακόμη άμαθος.

Μην ανησυχείς μάτια μου. Πάρε τον εαυτό που τόσα χρόνια κράταγες κλειδωμένο μέσα σου και τρέξτε. Τρέξτε όσο πιο μακριά μπορείτε. Κι όταν φτάσετε στον υποτιθέμενο προορισμό σας να είστε γεννημένοι από την αρχή. Να επαναπροσδιορίσετε τις αξίες σας, τα ιδανικά σας. Τα κολλήματά σας να μην έχουν πια καμία σημασία. Και εκεί αναγεννημένοι και πεπεισμένοι ότι σας αξίζουν τα πάντα, να τα βρείτε.

Να ρουφήξετε μανιασμένα κάθε μυρωδιά, κάθε εικόνα. Κάθε αίσθηση να είναι μοναδική. Το μυαλό να είναι ένα κενό δοχείο που θα το γεμίσετε με καινούριες αναμνήσεις. Κάθε ανάμνηση να είναι διαφορετική, να έχει άλλο υπόβαθρο. Όχι σαν μια ταινία που παίζεται σε επανάληψη για χρόνια και που ξέρουν όλοι το τέλος. Όχι σαν τις προηγούμενές σου αναμνήσεις. Αυτές που περιορίζονταν σε λίγα τετραγωνικά μέτρα.

Θα σου αρέσει, θα δεις. Οι «ξένοι» πλέον δε θα σου μοιάζουν τρομακτικοί και περίεργοι. Θα καταλάβεις ότι σας ενώνουν περισσότερα από αυτά που πίστευες ότι σας χωρίζουν. Και θα δεις ότι αυτοί οι «ξένοι» συμβάλλουν στην τελειοποίηση της ευτυχίας σου.

Θα μάθεις να μοιράζεσαι, να νοιάζεσαι, να αγαπάς. Και κάπου στο τέλος, αφού η ζωή σου θα έχει πάρει μια ανέλπιστη τροπή, θα γίνεις κι εσύ ένας «ξένος» μέσα στη μοναδικότητά σου. Θα είσαι ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Αγνώστων που αγαπούν και αγαπιούνται.

Και θα είσαι ευτυχισμένος. Θα ανήκεις πλέον κάπου. Ο εαυτός σου θα ανήκει σε σένα και εσύ στη ζωή σου. Και η ζωή σου με τη σειρά της, θα ανήκει σε αυτούς τους γνωστούς άγνωστους που της έμαθαν πώς να λειτουργεί. Πώς να τσαλαβουτάει στις λάσπες, πώς να τσακίζεται, πώς να ξανασηκώνει το ανάστημά της. Πώς να ξαναγεννιέται από τις στάχτες της.

Και κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς, να κλείνεις τα μάτια, να ακούς τη σιωπή, να λες ένα «ευχαριστώ ζωή» και να είσαι ευγνώμων γι’ αυτήν. Τα κατάφερες, πέρασες άλλη μια μέρα. Και μπορείς να καταφέρεις πολλές ακόμη.

Είδες τελικά; Τσάμπα φοβόσουν. Τα καταφέρνεις μια χαρά.

Κλασσικό